- νυμφικόν
- νυμφίδιοςbridalmasc acc sgνυμφίδιοςbridalneut nom/voc/acc sgνυμφικόςof the Nymphsmasc acc sgνυμφικόςof the Nymphsneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
БРАК — • Matrimonium. I. У греков (γάμος). 1. Цель Б. у греков была иметь законное потомство и удовлетворить таким образом тройной обязанности: относительно богов, которым должны были быть оставлены слуги (Plat. legg. 6, p. 773, Ε),… … Реальный словарь классических древностей
νυφικός — και νυμφικός, ή, ό (ΑΜ νυμφικός, ή, όν, Μ και νυφικός, ή, όν) [νύφη] ο σχετικός με τη νύφη (α. «νυφική ανθοδέσμη» β. «δώμα νυμφικόν», Ευρ.) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το νυφικό λευκό, συνήθως, και μακρύ φόρεμα τής νύφης κατά την τελετή τού γάμου… … Dictionary of Greek